- ἔπηξα
- ἐφήκωto have arrivedaor ind act 1st sg (ionic)πήγνυμιAër.aor ind act 1st sgπήσσωAër.aor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πήζω — έπηξα, πηγμένος 1. μτβ., κάνω κάτι από υγρό στερεό: Έπηξα το γάλα τυρί. 2. αμτβ., γίνομαι από υγρό στερεό: Και στις ασπίδες έπηζε το κρούσταλλο τριγύρω (Οδύσεια, μτφρ. Σίδερη). 3. μτφ., ωριμάζω, φρονιμεύω: Είναι παιδί και το μυαλό του δεν έπηξε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔπηξ' — ἔπηξαι , ἐφήκω to have arrived aor imperat mid 2nd sg (ionic) ἔπηξα , ἐφήκω to have arrived aor ind act 1st sg (ionic) ἔπηξε , ἐφήκω to have arrived aor ind act 3rd sg (ionic) ἔπηξα , πήγνυμι Aër. aor ind act 1st sg ἔπηξο , πήγνυμι Aër. plup ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πήζω — Ν 1. κάνω κάτι να στερεοποιηθεί, να μεταβληθεί από ρευστό σε στερεό («πήζω το γάλα») 2. μεταβάλλομαι από ρευστό σε στερεό («έπηξε η κρέμα») 3. μτφ. α) (για χώρο) γεμίζω πάρα πολύ, γεμίζω ασφυκτικά (α. «έπηξε η πλατεία από κόσμο» β. «έπηξε η… … Dictionary of Greek
αμυγδαλόπηκτο — το γλύκισμα αμυγδάλου, μαντολάτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + πηκτο < έπηξα, πήζω. Τη λ. χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο Ιταλός δημοσιογράφος και συγγραφέας Αντ. Φραβασίλης το 1888] … Dictionary of Greek
μπήγω — και μπήζω και μπήχνω και μπήχτω (Μ μπήγω και σμπήγω και μπήσσω και μπήζω) εισάγω κάτι μέσα σε άλλο ή στο έδαφος ή σε στερεό σώμα με πίεση ή χτύπημα, καρφώνω, χώνω («τού γιου μου αρπάζω το σπαθί στα στήθη της τό μπήγω», Βιζυην.) νεοελλ. 1. τρώγω… … Dictionary of Greek
πήζω — πήζω, έπηξα, πηγμένος βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κἀπήξας — ἀπήξᾱς , ἀφήκω arrive at or have arrived aor part act masc nom/voc sg (ionic) ἐπήξᾱς , ἐφήκω to have arrived aor part act masc nom/voc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)